Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η βόμβα

  • 1 βόμβα

    [вомва] ουσ. Θ. бомба,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βόμβα

  • 2 болячка

    θ.
    σπυρί, πρήξιμο, οίδημα.бомба, -ы θ. βόμβα, μπόμπα•

    фугасная βόμβα καταστροφής•

    зажигательная болячка βόμβα εμπρηστική•

    атомная болячка ατομική βόμβα•

    водородная болячка υδρογονική βόμβα•

    дымовая болячка καπνογόνα βόμβα•

    осколочная болячка εκρηκτκή βόμβα•

    глубинная болячка βόμβα βυθού•

    болячка замедленного действия βόμβα με επιβράδυνση•

    болячка часовая βόμβα ωρολογιακή.

    Большой русско-греческий словарь > болячка

  • 3 бомба

    бомба ж η βόμβα атомная \бомба η ατομική βόμβα водо-
    * * *
    ж
    η βόμβα

    а́томная бо́мба — η ατομική βόμβα

    водоро́дная бо́мба — η υδρογονική βόμβα, η υδρογονοβόμβα

    нейтро́нная бо́мба — η βόμβα νετρονίου

    Русско-греческий словарь > бомба

  • 4 бомба

    бомб||а
    ж ἡ βόμβα, ἡ μπόμπα:
    атомная \бомба ἡ ἀτομική βόμβα; водородная \бомба ἡ ὑδρογονική βόμβα, ἡ ὑδρογονοβόμβα; \бомба замедленного деи́ствия ἡ ἐγκαιρο-φλεγής (ωρολογιακή) βόμβα, ἡ βραδυφλεγής μπόμπα; зажигательная \бомба ἡ ἐμπρηστική βόμβα; фугасная \бомба ἡ ίσχυρή ἐκρηκτική βόμβα; сбрасывать \бомбаы ρίχνω βόμβες; ◊ влететь \бомбаой είσορμω, μπαίνω (или πέφτω) σάν μπόμπα.

    Русско-новогреческий словарь > бомба

  • 5 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

  • 6 бомба

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бомба

  • 7 авиабомба

    авиа||бомба
    ж ἡ βόμβα ἀεροπλάνου.

    Русско-новогреческий словарь > авиабомба

  • 8 адский

    адск||ий
    прил
    1. καταχθόνιος, σατανικός;
    2. перен (сильный) διαβολεμένος:
    \адский шум ὁ διαβολεμένος θόρυβος; \адскийая жара ἡ τρομερή ζέστη; \адский холод τό φοβερό (или τό διαβολεμένο) κρύο; ◊ \адскийая машина уст. ἡ ὠρολογιακή βόμβα.

    Русско-новогреческий словарь > адский

  • 9 атомный

    атом||ный
    прил ἀτομικός, τών ἀτόμων:
    \атомныйный вес τό ἀτομικό[ν] βάρος; \атомныйное ядро́ ὁ ἀτομικός πυρήν \атомныйная теория (энергия) ἡ ἀτομική θεωρία (ενέργεια); \атомныйный реактор ὁ ἀτομικός ἀντιδραστήρ;\атомныйное ору́жие τό ἀτομικό ὀπλο; \атомныйная бо́мба ἡ ἀτομική βόμβα; \атомныйный взрыв ἡ ἀτομική ἔκρηξη; \атомныйный ледокол τό ἀτομικό παγοθραυστικό.

    Русско-новогреческий словарь > атомный

  • 10 водородный

    водород||ный
    прил ὑδρογονικός:
    \водородныйная бомба ἡ ὑδρογονική βόμβα, ἡ ὑδρογονοβόμβα.

    Русско-новогреческий словарь > водородный

  • 11 действие

    действ||ие
    с
    1. (деятельность, работа) ἡ δράση [-ις], ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια / ἡ κίνηση [-ις], ἡ λειτουργία μηχανής (машины, аппарата и т. п.):
    приводить в \действие θέτω σέ κίνηση· находиться в \действиеии βρίσκομαι σέ κίνηση, βρίσκομαι ἐν λειτουργία· радиус \действиеия ἡ ἀκτίνα δράσης· бо́мба замедленного \действиеия ἡ ἐγκαιροφλε-γής βόμβα·
    2. (поступок) чаще мн, \действиеия οἱ πράξεις:
    образ \действиеий ὁ τρόπος ἐνέργειας· самовольные \действиеия οἱ αὐθαίρετες πράξεις· свобода \действиени́ ἡ ἐλευθερία δράσης·
    3. (договора, соглашения) ἡ ἰσχύς:
    вводить в \действие θέτω σέ ἰσχύ· обратное \действие закона юр ἡ ἀναδρομική ἰσχύς τοῦ νόμου·
    4. (воздействие, влияние) ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐνέργεια:
    благотворное \действие ἡ εὐεργετική ἐπίδραση· оказывать \действие на кого-л., на что-л. ἐπιδρώ, ἀσκῶ ἐπίδραση· под \действиеием ὑπό τήν ἐπίδραση·
    5. (события в пьесе, в рассказе) ἡ ὑπόθε-σπ [-ις], ἡ δράση [-ις]:\действие повести ἡ ὑπόθεση τοῦ διηγήματος·
    6. театр., мат ἡ πράξη [-ις]:
    комедия в трех \действиеиях κωμωδία σέ (είς) τρείς πράξεις· четыре арифметических \действиеия οἱ τέσσαρες πράξεις τής ἀριθμητικής· ◊ военные \действиеия οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις, οἱ ἐχθροπραξίες.

    Русско-новогреческий словарь > действие

  • 12 зажигалка

    зажига||лка
    ж
    1. ὁ ἀναπτήρ [-ας], τό τσακμάκι·
    2. (бомба) разг ἡ ἐμπρηστική βόμβα.

    Русско-новогреческий словарь > зажигалка

  • 13 замедленный

    замедленн||ый
    1. прич. от замедлить·
    2. прил ἀργός, βραδυκίνητος:
    бомба \замедленныйого действия ἡ ἐγκαιροφλεγής βόμβα.

    Русско-новогреческий словарь > замедленный

  • 14 машина

    маши́н||а
    ж
    1. ἡ μηχανή, τό μηχάνημα, ὁ μηχανισμός:
    швейная \машина ἡ ραπτομηχανή· паровая \машина ἡ ἀτμομηχανή· счетная \машина ἡ ἀριθμομηχανή, ἡ λογιστική μηχανή·
    2. (автомобиль) разг τό αὐτοκίνητο[ν]:
    легковая \машина ἡ λιμουζίνα· грузовая \машина τό φορτηγό αὐτοκίνητο· санитарная \машина τό ὑγειονομικό αὐτοκίνητο· пожарная \машина ἡ πυροσβεστική ἀντλία· вести́ \машинау ὁδηγώ αὐτοκίνητο·
    3. перен ἡ μηχανή:
    государственная \машина ἡ κρατική μηχανἤ военная \машина ἡ στρατιωτική μηχανή, ἡ πολεμική μηχανή· ◊ адская \машина ἡ ὠρολογιακή βόμβα.

    Русско-новогреческий словарь > машина

  • 15 самолет

    самолет
    м τό ἀεροπλάνο[ν]:
    реактивный \самолет τό ἀεριοωθούμενο ἀεροπλάνο· санитарный \самолет τό ὑγειονομικό ἀεροπλάνο· транспортный \самолет τό μεταγωγικό ἀεροπλάνο· пассажирский \самолет τό ἐπιβατικό ἀεροπλάνο· самолет-снаряд ἡ Ιπτάμενη βόμβα.

    Русско-новогреческий словарь > самолет

  • 16 фугаска

    фугас||ка
    ж разг ἡ ἐκρηκτική βόμβα.

    Русско-новогреческий словарь > фугаска

  • 17 фугасный

    фугас||ный
    прил ἐκρηκτικός:
    \фугасныйный снаряд τό ἐκρηκτικόν βλήμα, ἡ ἐκρηκτική βόμβα.

    Русско-новогреческий словарь > фугасный

  • 18 химический

    хими́ческ||ий
    прил в разн. знач. χημικός:
    \химическийие соединения οἱ χημικές ἐνώσεις· \химическийая лаборатория τό χημεῖο[ν]· \химическийая бо́мба ἡ ἀσφυξιογόνα βόμβα· \химическийие удобрения τά χημικά λιπάσματα· \химический карандаш τό χημικό μολύβι.

    Русско-новогреческий словарь > химический

  • 19 бомба

    [μπόμμπα] ουσ. θ. βόμβα

    Русско-греческий новый словарь > бомба

  • 20 бомба

    [μπόμμπα] ουσ θ βόμβα

    Русско-эллинский словарь > бомба

См. также в других словарях:

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • βόμβα — η 1. μεγάλο σφαιρικό βλήμα γεμάτο εκρηκτικές ύλες, μπόμπα: Η γέφυρα ανατινάχτηκε από βόμβες του εχθρού. 2. φρ., «Έπεσε σαν βόμβα», για κάτι που συνέβη ξαφνικά και προκαλεί κατάπληξη, σάλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • μόλοτοφ βόμβα — η αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, που αποτελείται από φιάλη πλήρη με εύφλεκτο υλικό και από πυροκροτητή ο οποίος αναφλέγεται μετά τη ρίψη και θραύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. molotov (cocktail) από το όν. τού… …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • υδρογονοβόμβα — Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… …   Dictionary of Greek

  • θερμοπυρηνικός — ή, ό 1. που αναφέρεται σε πυρηνικές αντιδράσεις μεταξύ ελαφρών στοιχείων οι οποίες πραγματοποιούνται με τη χρήση πολύ υψηλών θερμοκρασιών. 2. φρ., «θερμοπυρηνική βόμβα» ή «βόμβα υδρογόνου» ή «βόμβα Η», τύπος πυρηνικού βλήματος που προκαλεί, με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»